- δωδεκάχρονος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια («δωδεκάχρονη απουσία»)2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα χρόνων («δωδεκάχρονο αγόρι»)3. αυτός που εκτελείται σε δώδεκα επάλληλα χρονικά διαστήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάχρονος — η, ο αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία δώδεκα χρόνων: Έχει ένα δωδεκάχρονο γιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek